- χιονοτρόφος
- χῐονο-τρόφος, ον,A = χιονοθρέμμων, Ἀρτέμιδος -τρόφον ὄμμα Κιθαιρών E.Ph.802 (hex.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χιονοτρόφος — ον, Α χιονοθρέμμων*. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιών, χιόνος + τρόφος (< τρέφω), πρβλ. κτηνο τρόφος] … Dictionary of Greek
χιονοτρόφον — χιονοτρόφος masc/fem acc sg χιονοτρόφος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)